φιλοψύχως

φιλοψύχως
φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος
loving one's life
adverbial
φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος
loving one's life
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοψύχως — Α επίρρ. βλ. φιλόψυχος …   Dictionary of Greek

  • φιλόψυχος — η, ο / φιλόψυχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζωή του 2. συνεκδ. άτολμος, δειλός αρχ. φιλάνθρωπος. επίρρ... φιλοψύχως Α κατά τρόπο φιλόψυχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”